- βωλί
- και βώλι και σβώλι, το (AM βωλίον)μικρός βώλος χώματοςνεοελλ.μικρός σφαιρικός ή σφαιροειδής όγκος από οποιοδήποτε υλικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος. Ο τονισμός των νεοελλ. τ. βώλι και σβώλι αντί βωλί κατά το οι βώλοι].
Dictionary of Greek. 2013.